Δημοσιεύσεις


Συνάδελφοι με τους οποίους συνεργάστηκα στη συγγραφή ή την επιστημονική επιμέλεια βιβλίων και άρθρων συμπεριλαμβάνουν:
Johann Guenther, Professor, Ing. Dr., Danube University Krems, George Bouchagiar, Attorney-at-Law, MSc., LLM cand., Tilburg University,Eugenia Alexandropoulou-Egyptiadou, Professor, University of Macedonia, Greece; Ioannis Iglezakis, Assoc. Professor, Aristotle University of Thessaloniki-Law School; Andreas Giannakoulopoulos, Ass. Professor, Ionian University; Frances Grodzinsky, Professor, Sacred Heart University US; Herman Tavani, Professor, Rivier University US; Kenneth Einar Himma, Professor, Seattle Pacific University US; Richard Spinello, Ass. Professor, Boston College, US; Nikos Koutras, MSc., Phd, Phd (cand.), Maquarie Law School, Australia; Fereniki Panagopoulou-Koutnatzi, LLM, PhD, Attorney-at-Law; Michel Politis, Assoc. Professor, Ionian University, Dionysia Kallinikou, Professor, University of Athens.

Περιοδικά όπου έχω δημοσιεύσει:

Computers and Society (ACM Press, New York)

Ethics and Information Technology

European Journal of Health Law

Ifcai Journal of Heathcare Law

International Review of Information Ethics (Publication of the International Center for Information Ethics – Stuttgart, Germany)

Journal of Information, Communication, and Ethics in Society (Troubadour/Emerald Publishing, UK), 2004

American International Journal of Contemporary Research http://www.aijcrnet.com/

Procedia-Social and Behavioral Sciences http://www.sciencedirect.com/science/journal/18770428

Δικαιώματα του Ανθρώπου (Human Rights), (in Greek)

Εφαρμογές Αστικού Δικαίου (Applications of Ciivl Law) in Greek

Δίκαιο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Επικοινωνίας (ΔιΜΜΕ, in Greek)

Κριτική Επιθεώρηση Νομικής Θεωρίας και Πράξης (KritE, in Greek)

Σύγχρονη Εκπαίδευση (Modern Education, in Greek)

Iόνιος Επιθεώρηση του Δικαίου (Ionian Law Review, in Greek)

Νομική Επιθεώρηση Αθηνών (Athens Law Review, in Greek)

Τεκμήριον (DALS Review, in Greek)

DIGESTA (in Greek)

Λυσίας (Lysias, in Greek, Cypriot Law Journal) (in Greek)

Ποινική Δικαιοσύνη (Criminal Justice, in Greek) (in Greek)



Eκδοτικοί οίκοι όπου έχω δημοσιεύσει άρθρα και βιβλία:
Kluwer Law International
Edward Elgar Publishing
Ronald Sadler editions-Palgrave Macmillan
The IFCAI University Press
Jones and Bartlett publishers
Martinus Nijhoff publishers
Tepis publishing house
Brylant
Νομική Βιβλιοθήκη (Nomiki Vivliothiki, Greece)
Α. Σάκκουλας (Ant. Sakkoulas, Greece)
University of Macedonia Press
Papazissi Publishers
Paschalidis Press
Εκδόσεις Οσελότος

Συλλογικοί τόμοι (όχι στα ελληνικά) όπου έχουν φιλοξενηθεί άρθρα μου ή έχουν αναδημοσιεύσει έργα μου:

Bioinformatics Law: Legal Issues for Computational Biology in the Post-Genome Era (edited by Jorge L. Contreras and A. James Cuticchia). Chicago, IL: ABA (American Bar Association) Publishers, 2013.

Internet Security: Hacking, Counterhacking, and Society (edited by Kenneth E. Himma). Boston, MA: Jones and Bartlett, 2007.



Eγκυκλοπαίδειες/Εγχειρίδια/Έργα αναφοράς (όχι ελληνικά) όπου έχουν δημοσιευθεί έργα μου:

The (Wiley) Handbook of Information and Computer Ethics (edited by Herman Tavani and Kenneth Himma). Hoboken, NJ: John Wiley and Sons, 2008.

Ethics and Emerging Technologies, (edited by Ronald Sandler). Palgrave Macmllan 2013,

International Encyclopedia of Laws, Tort law Hellas, Kluwer Law International 2003, p. 364




2023 2021 2020 2019 2018 2017 2016 2015 2014 2013 2012 2011 2010 2009 2008 2007 2006 2005 2004 2003 2002 2001 2000 1999 1998 1988

Μονογραφίες-Βιβλία / Monographs-Books

The law of information-intellectual property, patents, information science and advertising themes, pp. 1-272, Nomiki Bibliothinki SA
To Δίκαιο της Πληροφορίας-Ζητήματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας, Ευρεσιτεχνίας, Βιβλιοθηκονομίας και Διαφήμισης αποτελείται από μια εισαγωγή, ουσιαστικά, στο δίκαιο και τη δεοντολογίας της πληροφορίας (πρώτο κεφάλαιο) και μια σειρά επιμέρους ζητημάτων του δικαίου και της δεοντολογίας της πληροφορίας (συγκεκριμένα: πνευματική ιδιοκτησία σε βάσεις δεδομένων, δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας σε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, ευρεσιτεχνία σε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, δίκαιο και δεοντολογία της βιβλιοθηκονομίας και δίκαιο και δεοντολογία της διαφήμισης. Η προσέγγιση που παρουσιάζεται στο βιβλίο αυτό είχε ως σκοπό να καταδείξει τη νομική ρύθμιση σε σχέση με διάφορα ‘είδη’ πληροφορίας, μέσα σε διαφορετικά ‘περιβάλλοντα’. Ο στόχος ήταν η ευαισθητοποίηση του αναγνώστη ως προς τα διαφορετικά είδη αυτά και τη σχετική, κάθε φορά, νομική ρύθμιση, έτσι ώστε, σε κάποιο επόμενο έργο και εκκινώντας από τις τελικές παρατηρήσεις (υπό VΙΙ) να επιχειρηθεί η χάραξη κάποιων κοινών αρχών για τις νομικές ρυθμίσεις της πληροφορίας, της άρσης όταν απαιτείται της πληροφοριακής ασυμμετρίας, της ανάλυσης της αρχής της πρόσβασης στην πληροφορία ή, αντίθετα, της αρχής υπέρ της ιδιωτικοποίησής της (πνευματικά δικαιώματα κλπ).

Υπό Ι, μετά από τη παράθεση των βασικών εννοιών του δικαίου, της ηθικής και των θεωριών περί ηθικής, αναλύεται ειδικά το πεδίο του δικαίου της πληροφορίας. Ως νέος ερευνητικός κλάδος δικαίου, με κύριο χαρακτηριστικό τη διακλαδικότητα (βλ. και παραπάνω, σ. 1επ), τα ζητήματα που αφορά δεν είναι αμέσως διακριτά, καθώς αυτά εκτείνονται σε ένα μεγάλο εύρος. Υπό I5, παρουσιάζεται η χαρακτηριστική ‘διεισδυτικότητα’ του δικαίου της πληροφορίας και εκτίθενται παραδείγματα όπου αυτό ‘εσωτερικεύει’ σύνολα νομικών ρυθμίσεων από διάφορα δίκαια (αδικοπραξίες, συμβάσεις, πνευματική ιδιοκτησία, ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, συνταγματική προστασία ιδιωτικής ζωής και ελευθερίας της έκφρασης κλπ). Παρουσιάζεται το ζήτημα της πληροφορίας ως ηλεκτρονική πληροφορία και εξηγείται γιατί το κριτήριο του ‘ηλεκτρονικού’ της επεξεργασίας μιας πληροφορίας δεν αποτελεί κριτήριο του πεδίου του δικαίου της πληροφορίας, καθώς, εκτός άλλων, παρουσιάζεται, ως παράδειγμα, σειρά αποφάσεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων που επιλύουν ζητήματα εκτός ηλεκτρονικής επεξεργασίας μιας πληροφορίας (σ. 25). Κατόπιν, τίθενται το ζήτημα της πληροφορίας σε σχέση με το προστατευόμενο έννομο αγαθό της επικοινωνίας (Γέροντας: 2002) και η νομική ρύθμιση της πληροφορίας που επιβάλλει ή απαγορεύει τη μετάδοσή της σαν νομική ρύθμιση που αντιμετωπίζει την πληροφορία σαν μέσο υποβοήθησης της άσκησης ιδιωτικών δικαιωμάτων (Κουτσουράδης: 1998). Εκτίθεται το πεδίο έρευνας της πληροφορίας σαν μέσο υποβοήθησης της άσκησης ιδιωτικών δικαιωμάτων στο πληροφοριακό δίκαιο του αστικού κώδικα και η μεγάλη σημασία της ύπαρξης μιας διαρκούς και πλαισιωμένης από ad hoc δικαιικούς κανόνες ροής πληροφοριών για τον έννομο βίο. Υπό 5ε, αναλύεται η ανάγκη ανεύρεσης όλων των κανόνων που αναφέρονται στην πληροφορία (Cahir: 2000) και η συστηματική κατάταξη των θεμάτων του δικαίου της πληροφορίας κατά τη διάκριση ιδιωτικό/δημόσιο δίκαιο της πληροφορίας (σ. 27-28). Εκτίθενται τα αντικείμενα έρευνας των ινστιτούτων, κέντρων κλπ για το δίκαιο της πληροφορίας στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, ενώ διαφαίνεται σε αυτά η διακλαδικότητά τους, άλλοτε με ειδική προσέγγιση στα ζητήματα της πληροφορίας και της τεχνολογίας, και άλλοτε κατά πιο ευρεία αντιμετώπιση. Η αναζήτηση, ουσιαστικά, του δικαίου της πληροφορίας είναι η εκάστοτε στάθμιση των διαφορετικών αρχή/συμφερόντων που πρέπει να υπερισχύσουν σε μια συγκεκριμένη διαφορά (πχ πνευματική ιδιοκτησία σε πρόγραμμα Η/Υ, άρα μη καθολική πρόσβαση στο πρόγραμμα-πληροφορία- αυτό, σε αντιπαράθεση με το δημόσιο συμφέρον κλπ). Τονίζεται ότι το δίκαιο της πληροφορίας δεν έχει να φέρει κάτι αληθινά ‘καινούργιο’ στη νομική θεωρία, καθώς οι συγκεκριμένες αντιπαραθέσεις κλπ είναι παλαιότατες στη νομική θεωρία και πράξη (σ. 32). Υπό 5στ εκτίθεται το ζήτημα του συνταγματικού δικαιώματος στην πληροφορία, αρχή που προκύπτει από το (νέο) άρθρο 5Α του ελληνικού Συντάγματος, παρ. 1 και 2 (ειδικά για τη συμμετοχή στην Κοινωνία της Πληροφορίας), ενώ είναι σαφές ότι το Σύνταγμα δεν διαχωρίζει την πληροφορία σε είδη. Λόγω της εφαρμογής της άμεσης τριτενέργειας (Σ25), οι ιδιώτες απολαμβάνουν και έναντι ιδιωτών το ατομικό δικαίωμα στην πληροφορία, ανεξαρτήτως του είδους της, με περιορισμούς μόνο εκείνους που αναφέρει το ίδιο το άρ. Σ5Α. Η πλέον ευρεία αντιμετώπιση του δικαίου της πληροφορίας υποστηρίζεται απ’ ευθείας από το ελληνικό Σύνταγμα, με κάποια ειδική αναφορά στην ηλεκτρονική πληροφορία, αλλά με σαφή θέση υπέρ ενός γενικού συνταγματικού δικαιώματος στην πληροφορία. Υπό 6 παρουσιάζονται οι γενικές αρχές δεοντολογίας της πληροφορίας (αρχή ισότητας, αρχή πρόσβασης, αρχή πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, αρχή προστασίας ιδιωτικής ζωής, αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων, αρχή ελευθερίας του λόγου, απαγόρευση λογοκρισίας, αρχή προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας). Αλλού οι αρχές εμφανίζονται λιγότερες/πιο θεμελιώδεις (αρχή σεβασμού πνευματικής ιδιοκτησίας, αρχή σεβασμού ιδιωτικής ζωής, αρχή ειλικρίνειας, αρχή μη ζημίας άλλων).

Υπό ΙΙ, εκτίθεται το ζήτημα της πληροφορίας μέσα σε βάσεις δεδομένων και της προστασίας της πληροφορίας αυτής κατά τους κανόνες της πνευματικής ιδιοκτησίας. Μετά την παράθεση των βασικών αρχών προστασίας της ιδιοκτησίας και των νομικών δυνατοτήτων κτήσης κυριότητας σε ξένο πράγμα (ΑΚ1061), τονίζεται η ύπαρξης ενός κοινού χώρου όλων (the public domain), ο οποίος μπορεί να θιγεί από τους κανόνες προστασίας της (ιδιωτικής) πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι βασικές αρχές προστασίας αυτής της πνευματικής και της βιομηχανικής ιδιοκτησίας εκτίθενται υπό 2 (σ. 42επ). Παρουσιάζονται τα βασικά θέματα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με την πληροφορία, ενώ υπό 3, αναλύονται τα συνταγματικά θεμέλια της προστασίας αυτής (με τονισμό στην ευρεία αντιμετώπιση της ιδιοκτησίας από τον Άρειο Πάγο). Υπό 4, παρουσιάζεται η νομική προστασία βάσεων δεδομένων, με τον ορισμό των βάσεων δεδομένων και τις ρυθμίσεις του σχετικού ελληνικού νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας. Περιγράφεται η απόφαση 14106/1995, που εκδόθηκε πριν την ισχύ στην Ελλάδα των νέων διατάξεων προστασίας βάσεων δεδομένων. Υπό α (σ. 49) εκτίθενται οι αρχές της προστασίας βάσεων δεδομένων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (πρωτοτυπία-έννοια, περιεχόμενο, έννοια δημιουργού βάσης, περιεχόμενο δικαιώματος, προσωρινή αναπαραγωγή, εξουσίες νομίμου χρήστη, ρύθμιση για την πρώτη πώληση αντιγράφου, διάρκεια). Υπό β, περιγράφεται η προστασία βάσης δεδομένων με το νέο sui generis δικαίωμα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, υπέρ του κατασκευαστή. Παρουσιάζονται οι νομικές ρυθμίσεις για τον κατασκευαστή, το κριτήριο προστασίας (επένδυση, ουσιαστική-ποιοτικά ή ποσοτικά), παραδείγματα ουσιώδους επένδυσης), το περιεχόμενο του sui generis δικαιώματος, οι εξουσίες του νομίμου χρήστη, οι επιπτώσεις της έκδοσης της νέας Οδηγίας 2001/29/ΕΚ για τις βάσεις δεδομένων. Υπό δ εκτίθεται ο προβληματισμός για τον χρόνο προστασίας των βάσεων δεδομένων με το ειδικής φύσης δικαίωμα και επιγραμματικά, οι ‘δυνατότητες’ του νομίμου χρήστη (σ. 61) προστατευόμενης βάσης δεδομένων. Υπό ε, περιγράφονται οι κυρώσεις για την παραβίαση δικαιωμάτων σε βάση δεδομένων ενώ υπό 5, ειδικά τα ποινικά αδικήματα και οι κυρώσεις σε σχέση με τις βάσεις δεδομένων και τη εξουδετέρωση των τεχνολογικών μέτρων προστασίας. Υπό 6 γίνεται κριτική της προστασίας με το sui generis δικαίωμα, με παρουσίαση συγκεκριμένων λόγων: ότι η αυξημένη προστασία δεν επηρεάζει την αγορά, ότι υπήρχε νομική προστασία (όπου εκτίθεται και σειρά ειδών αγωγών που είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για την προστασία των βάσεων) και ότι τελικά το ειδικής φύσης δικαίωμα κατήργησε το κοινό κτήμα (public domain).

Στο κεφάλαιο ΙΙΙ, αναλύεται το ζήτημα της προστασία προγράμματος Η/Υ με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Η έννοια του προγράμματος Η/Υ εκτίθεται υπό 1 (γλώσσες, κώδικες, αλγόριθμοι κλπ), όπου και μια πρώτη αντιπαράθεση για το ποια στοιχεία από αυτά μπορούν να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright). Υπό 2 περιγράφεται η ιστορία της νομικής προστασίας προγραμμάτων Η/Υ από τότε που ξεκίνησαν να χορηγούνται δικαιώματα σε αυτά, ειδικά στο αμερικανικό δίκαιο. Υπό 3, εκτίθεται η Οδηγία για την προστασία προγραμμάτων Η/Υ 250/1991 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με αναλυτική παρουσίαση των άρθρων της (εξουσίες δημιουργού, κριτήριο προστασίας, έννοια πρωτοτυπίας προγράμματος Η/Υ, δυνατότητες νομίμου χρήστη, ρυθμίσεις για την αποσυμπίληση, εφαρμογή της Οδηγίας στα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης, Έκθεση της ένωσης για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της Οδηγίας για την προστασία προγραμμάτων Η/Υ). Υπό 4, αναφέρεται ο νόμος 2121/1993 σε ό,τι έχει σχέση με την προστασία των προγραμμάτων στην Ελλάδα και διάφορες σχετικές αποφάσεις από τα ελληνικά δικαστήρια πριν την τροποποίηση του νόμου, ώστε να εναρμονιστεί με την Ευρωπαϊκή Οδηγία (ενώ αναφέρονται και οι διαφορές μεταξύ του νόμου και της Οδηγίας). Υπό 5 παρουσιάζονται οι αρχές της (διπλής) αποζημίωσης για προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας σε πρόγραμμα Η/Υ, τονίζοντας τη διάσπαση, λόγω της τροποποίησης, της αρχής της απαγόρευσης του πλουτισμού, κατά το κλασικό ελληνικό δίκαιο της αποζημίωσης. Υπό 6, αντιπαρατίθενται δυο αντίθετες ελληνικές αποφάσεις σε σχέση με την προστασία προγραμμάτων Η/Υ, ενώ υπό 7 περιγράφεται η διαμάχη της Microsoft με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ζητήματα προστασίας κωδικών προγραμμάτων Η/Υ.

Στο κεφάλαιο ΙV, συνεχίζεται η έρευνα προστασίας προγραμμάτων Η/Υ, εδώ από την πλευρά της ευρεσιτεχνίας (patent). Υπό 1, παρουσιάζονται τα συστήματα απονομής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και η εφαρμογή τους στον κόσμο, ενώ περιγράφεται σε γενικές γραμμές ο ελληνικός νόμος για τις ευρεσιτεχνίες (1733/1987) και μερικές από τις (σπάνιες) αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων σε διαφορές για διπλώματα ευρεσιτεχνιών. Υπό 2, εκτίθεται η ιστορία της ευρεσιτεχνίας, ανατρέχοντας στη μεσαιωνική Ευρώπη, στον Νόμο Περί Μονοπωλίων, στο αμερικανικό Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τις ευρεσιτεχνίες. Υπό 3, εκκινώντας από μια ευρωπαϊκή πράσινη βίβλο (Green Paper), παρουσιάζεται η ευρωπαϊκή Πρόταση Οδηγίας για την προστασία προγραμμάτων Η/Υ (και) με τους κανόνες της ευρεσιτεχνίας. Παρατίθεται και η αμερικανική απόφαση State Street v. Signature Financial Groupτου 1996, με την οποία άνοιξε ο δρόμος στις ΗΠΑ για τη σχετική προστασία. Παρουσιάζεται με λεπτομέρεια η Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Κοινότητας σε σχέση με τις ευρεσιτεχνίες σε πρόγραμμα Η/Υ του 2003, η οποία έλαβε (ορθώς) μια καθαρά αρνητική θέση, ενώ επεξηγούνται οι διάφοροι κίνδυνοι από την θέσπιση αυτής της προστασίας (ιδιαίτερα υπό 4, ‘Αντιδράσεις και Κίνδυνοι’, όπου και η αιτιολόγηση γιατί οι εταιρείες επιθυμούν την προστασία –οικονομικά συμφέροντα-αλλά και-εκτενώς- γιατί μέσω της προστασίας αυτής, τελικά θίγεται το κοινό συμφέρον όλων).

Στο κεφάλαιο V παρουσιάζονται, μάλλον για πρώτη φορά στα ελληνικά, συγκεκριμένα θέματα του δικαίου και της δεοντολογίας της βιβλιοθηκονομίας. Υπό 1, γίνεται αναφορά στους Κώδικες Δεοντολογίας των βιβλιοθηκών και στον νέο ελληνικό Κανονισμός Λειτουργίας Βιβλιοθηκών του 2003. Υπό 2, αναλύεται η βασική αρχή της ισότητας, ειδικά στη μεταχείριση των χρηστών της βιβλιοθήκης και η απαγόρευση εδώ των διακρίσεων. Παρατίθενται, πάντοτε αναλυτικά, οι σχετικές διατάξεις του Κανονισμού Λειτουργίας (ελληνικών) βιβλιοθηκών, οι οποίες με μεγάλη λεπτομέρεια απαγορεύουν τη διάκριση, αλλά και επιβάλλουν τη βοήθεια προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες, όταν αυτά είναι χρήστες μιας βιβλιοθήκης. Υπό 3, αναλύεται η θεμελιώδης αρχή της δεοντολογίας της βιβλιοθηκονομίας της απαγόρευσης της λογοκρισίας, με σχετική θεμελίωση στον ελληνικό Κανονισμό Λειτουργίας Βιβλιοθηκών (α) και κριτική ανάλυσή του και, υπό β, με ειδική αναφορά στο γνωστό ζήτημα της λογοκρισίας εκ μέρους της βιβλιοθήκης υλικού του Διαδικτύου. Παρουσιάζεται σε λεπτομέρεια η δικαστική διαμάχη που οδήγησε στις ΗΠΑ στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου American Library Association v. United States, του 2003, σχετικά με τη χρηματοδότηση των αμερικανικών βιβλιοθηκών από ομοσπονδιακές πηγές χρημάτων και με την τοποθέτηση από αυτές ειδικών τεχνολογικών φίλτρων προστασίας του διαδικτύου, στους υπολογιστές της βιβλιοθήκης. Παρουσιάζονται τα επιχειρήματα και των δυο πλευρών στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, με συσχέτιση προς τις ρυθμίσεις του ελληνικού Κανονισμού Λειτουργίας Βιβλιοθηκών. Υπό γ, παρουσιάζεται το ζήτημα της λογοκρισίας σε πιθανώς επικίνδυνο υλικό και μιας νέας πιθανής μορφής ευθύνης για παροχή πλημμελούς πληροφόρησης (information malpractice). Εκτίθεται το γνωστό πείραμα του Hauptman, ενός πρωτοφανούς για τα χρονικά πειράματος σε αμερικανικές βιβλιοθήκες, και γίνεται κριτική στις σχετικές θέσεις υπέρ και κατά της παροχής από βιβλιοθηκονόμους πιθανώς επικίνδυνων πληροφοριών σε χρήστες, με ταυτόχρονη παράθεση σχετικών επιστημονικών απόψεων των βιβλιοθηκονόμων κλπ. Υπό 4, παρουσιάζεται η αρχή της ελευθερίας των πληροφοριών ειδικά σε σχέση με τα επαγγέλματα του βιβλιοθηκονόμου της υγείας και του ιατρού, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση που έχει υποστηρίζεται ότι και οι δύο αυτοί επαγγελματίες δεσμεύονται τελικά με ίδιας φύσης και έκτασης υποχρέωσης πληροφόρησης χρηστών/ασθενών/συγγενών κλπ. και της σχετικής άμβλυνσης της πληροφοριακής ασυμμετρίας. Έτσι, εδώ βλέπουμε ένα σαφές παράδειγμα της επιβεβλημένης έρευνας της διαχείρισης της πληροφορίας σε θέματα, όπου καταρχήν μπορεί να φαίνονται διαφορετικά, με κατεύθυνση τη διαμόρφωση κοινών αρχών της διαχείρισης αυτής και τη θεμελίωση μιας γενικής θεωρίας δικαίου της πληροφορίας. Υπό 5, εκτίθεται η αρχή της προστασίας του απορρήτου στη βιβλιοθηκονομία και παρουσιάζονται οι σχετικές νομικές ρυθμίσεις. Με λεπτομέρεια περιγράφεται το γνωστό Library Awareness Program του αμερικανικού FBI, το οποίο είχε προκαλέσει πολύ σημαντικές αντιδράσεις στην αμερικανική βιβλιοθηκονομική κοινότητα. Με την έκδοση του PATRIOT ACT, όπως αναφέρεται υπό 5, οι δυνατότητες παρακολούθησης των χρηστών κλπ έγιναν πολύ πιο ευρείες από όσο ήσαν ποτέ πριν, λόγω του γνωστού ζητήματος της τρομοκρατίας, μετά την επίδραση της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ. Παρουσιάζονται οι βασικές ρυθμίσεις του PATRIOT ACT αλλά και οι μεταγενέστερες αντιδράσεις των βιβλιοθηκών. Το κεφάλαιο κλείνει με προβληματισμό πάνω στο ζήτημα της πιθανής παραβίασης απορρήτου από τον βιβλιοθηκονόμο, με σημεία εκκίνησης αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων και της σχετικής διάταξης του ελληνικού Ποινικού Κώδικα.

Στο κεφάλαιο VI ερευνάται το ζήτημα της πληροφορίας με τη μορφή της διαφήμισης. Ειδικά η διαφήμιση, όπως φαίνεται και στο κεφάλαιο αυτό, είναι ‘υπερ-ρυθμισμένη’ νομοθετικά, με πληθώρα διατάξεων, νόμων, κανόνων δεοντολογίας, να αναφέρονται στα χαρακτηριστικά της νόμιμης διαφήμισης (και το αντίθετο). Εκκινώντας από τη συνταγματική προστασία της διαφήμισης (υπό 1) και τους σχετικούς προβληματισμούς (κατά πόσο πρέπει να προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης ή από την οικονομική ελευθερία κλπ), υπό 2 παρουσιάζεται η ευρωπαϊκή Οδηγία για τη ραδιοτηλεόραση χωρίς σύνορα και οι πράξεις προσαρμογής της. Υπό 3, αναλύεται η απαγόρευση της έμμεσης διαφήμισης, υπό 4 η απαγόρευση της υποβλητικής διαφήμισης, υπό 5 η απαγόρευση της παραπλανητικής διαφήμισης, υπό 6 η απαγόρευση της αθέμιτης διαφήμισης. Υπό 7, παρουσιάζονται οι προβληματισμοί από τη διαφήμιση-σοκ, την οποία εφήρμοσε σαν μέθοδο πωλήσεων, ως γνωστόν, η εταιρεία Benetton. Υπό 8 παρουσιάζονται οι διατάξεις για τη διαφήμιση σε απαγορευμένο χρόνο ή τρόπο, υπό 9 η απαγορευμένη συγκριτική διαφήμιση ενώ υπό 10, η απαγορευμένη άμεση διαφήμιση, υπό 11 τα ζητήματα σχετικά με το σοβαρό πρόβλημα του Spam (μη ζητηθείσα ηλεκτρονική άμεση επικοινωνία), όπου και παρουσιάζεται η αμερικανική υπόθεση Intel v. Hamidi. Υπό 12, αναλύεται ειδικά το θέμα του διαδικτύου και της διαφήμισης. Υπό 13, εκτίθενται σε λεπτομέρεια οι έννομες συνέπειες της παραβίασης της πληθώρας των κανόνων για τη διαφήμιση, και από τον νόμο 2251/1994, της προστασίας του καταναλωτή, των Κανόνων Δεοντολογίας κλπ.

Υπό VII εκτίθενται μερικές τελικές παρατηρήσεις για την πληροφορία σε διάφορες μορφές της, όπως περιγράφηκε στο βιβλίο, με σκοπό την παροχή της δυνατότητας διάγνωσης ότι η πληροφορία παρουσιάζεται και ρυθμίζεται σε πολλά μέρη του δικαίου, αλλά και ότι οι σχετικές ρυθμίσεις έχουν αποκτήσει, λόγω της αξίας της πληροφορίας στον κόσμο, πολύ μεγάλη σημασία, ενώ μπορεί να απειλούν ακόμη και της δημοκρατία ή την ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου κόσμου (εδώ, ειδικά οι κανόνες της πνευματικής ιδιοκτησίας σε πληροφορίες). Όπως τονίζεται, η πληροφορία δεν εντάσσεται μόνο στην κοινωνική δομή, αλλά δημιουργεί τη δομή, την ίδια στιγμή που τελικά, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σαν πληροφορία (Λιγομενίδης: 2002).
The legal protection of databases, pp. 1-334, Nomiki Bibliothiki SA
Το ζήτημα της νομικής προστασίας βάσεων δεδομένων έχει αποκτήσει διεθνώς μια πολύ ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι βάσεις δεδομένων έχουν αναχθεί σε αγαθό υψίστης σπουδαιότητας, για όλους τους κύκλους επαγγελματιών, ακαδημαϊκών κλπ, αλλά και εκτός επαγγελματικών και ακαδημαϊκών χώρων. Η μονογραφία αυτή επιχειρεί τη συνολική παρουσίαση του ζητήματος, την εκτενή παράθεση της ιστορικής εξέλιξης της νομικής προστασίας βάσεων δεδομένων με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, την παρουσίαση και κριτική του υφιστάμενων κανόνων προστασία και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα, και την πρόταση συγκεκριμένων λύσεων (προστασία μέσω των διατάξεων των αδικοπραξιών και όχι μέσω της πνευματικής ιδιοκτησίας), λόγω των περιγραφόμενων σοβαρών κινδύνων ιδιοποίησης πληροφοριών που ανήκουν στο κοινό κτήμα.
Ήδη στον πρόλογο (σ. 11) εκτίθεται ο κύριος αυτός προβληματισμός. Στο Α κεφάλαιο, γίνεται μια εκτενής παρουσίαση της έννοιας της βάσης δεδομένων, καθώς ο συγκεκριμένος ορισμός είναι καθοριστικός για την έκταση της προστασίας. Στη σ. 16 παρατίθενται οι διάφοροι ορισμοί των βάσεων δεδομένων στις νομοθεσίες, ενώ στη σ. 26, παρουσιάζεται καταρχήν ο τρόπος με τον οποίο η ευρωπαϊκή νομολογία έχει αντιληφθεί (και προστατεύσει ή όχι) τις βάσεις δεδομένων. Υπό Β, παρουσιάζεται εκτενώς, σε λεπτομέρεια, η ιστορία της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τις βάσεις δεδομένων (96/9ΕΚ), από την πράσινη βίβλο, το Σχέδιο Οδηγίας, τη Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Κοινότητας, το τροποποιημένο Σχέδιο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την τελική μορφή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας (αιτιολογικές σκέψεις-έννοια βάσης-προστασία με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και προστασία με το νέο ειδικής φύσης δικαίωμα). Υπό 2, παρατίθενται αρχικά συμπεράσματα για την Οδηγία 96/9ΕΚ.
Στο κεφάλαιο Γ γίνεται εκτενής παρουσίαση της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 96/9/ΕΚ σε όλα τα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, εκτίθεται η ενσωμάτωση ανά χώρα, με αναφορά στα βασικά στοιχεία της Οδηγίας αλλά και ειδικά στον τρόπο κατά τον οποίο η κάθε χώρα ενσωμάτωσε τις διατάξεις για την εξαίρεση υπέρ της χρήσης για έρευνα (Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία, Αγγλία). Στις γενικές παρατηρήσεις (υπό ο) τονίζεται ότι ο σκοπός της Οδηγίας, η εναρμόνιση των διαφόρων δικαίων, απέτυχε. Οι βόρειες χώρες διατήρησαν τον κανόνα του καταλόγου που είχαν, καταλήγοντας σε μια τριπλής φύσης προστασία (αντί της διπλής της Οδηγίας, προστασία με copyright και προστασία με sui generis δικαίωμα για μη πρωτότυπες βάσεις δεδομένων). Η εξαίρεση υπέρ επιστήμης και έρευνας αλλού αγνοήθηκε εντελώς, αλλού εσωτερικεύθηκε με διάφορους τρόπους. Στο ίδιο κεφάλαιο, υπό 2, παρουσιάζεται η ευρωπαϊκή νομολογία μετά την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών χωρών προς την Οδηγία-ειδικά, αποφάσεις από την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Δανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία. Υπό 2ζ, παρουσιάζεται ένα σύνολο δικαστικών υποθέσεων, από την Αγγλία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Ελλάδα, στις οποίες οι εθνικοί δικαστές δεν επέλυσαν οι ίδιοι τις υποθέσεις, αλλά έκριναν σκόπιμο να παραπέμψουν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων, ώστε να αποσαφηνισθεί από το πλέον αρμόδιο Δικαστήριο, λόγω και της Οδηγίας, τι σημαίνει κατά την Οδηγία βάση δεδομένων, τι σημαίνει ουσιώδης επένδυση στην κτήση των δεδομένων της βάσης (και εάν εκεί μπορεί να συμπεριληφθεί και η ουσιώδης επένδυση στην ίδια τη δημιουργία των δεδομένων, όταν αυτά είναι τα αποκαλούμενα ‘συνθετικά’ δεδομένα, όπως οι ημερομηνίες για τους αγώνες ποδοσφαίρου κλπ). Μετά τις παραπομπές αυτές, και την αρχική παρουσίαση των υποθέσεων στο ΔΕΚ (όλων μαζί, λόγω της συνάφειας των θεμάτων), εκδόθηκε τον Ιούνιο 2004, όπως παρουσιάζεται στο κεφάλαιο αυτό, η εισήγηση της Δικαστού του ΔΕΚ Christine Stix-Hackl. Η εισήγηση αυτή αναφέρεται με μεγάλη λεπτομέρεια στο κεφάλαιο αυτό, ενώ τονίζεται πόσο η άποψη της Stix-Hackl τελικά προασπίζει τα συμφέροντα των κατασκευαστών βάσεων δεδομένων, σε μια αγορά καταρχήν μονοπωλιακή, επίσης ότι τελικά η ερμηνεία που η Stix-Hackl δίνει στην Οδηγία σημαίνει ότι οι δυναμικές βάσεις δεδομένων (ουσιαστικά, όλες οι σημαντικές βάσεις δεδομένων) εκτείνεται απεριόριστα, από πλευράς χρονικής διάρκειας, κατά τρόπο πρωτοφανή πραγματικά για τα δεδομένα της πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία παραδοσιακά, πάντοτε περιόριζε τη διάρκεια προστασίας των δικαιωμάτων των δημιουργών σε συγκεκριμένους χρόνους, περάν από τους οποίους το έργο παραδιδόταν στο κοινό κτήμα. Τονίζεται, τέλος, ότι το κύριο επιχείρημα υπέρ της Οδηγίας ότι η ευρωπαϊκή αγορά μετά τη θέσπισή της θα ενισχυόταν καίρια, από πλευράς παραγωγής νέων βάσεων δεδομένων, λόγω της αυξημένης προστασίας με το ειδικής φύσης δικαίωμα δεν επαληθεύτηκε στην πράξη, ενώ παράλληλα, εθίγη η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία της έρευνας και, όπως υποστηρίζεται από τη διεθνή βιβλιογραφία, η ίδια η δημοκρατία.
Στο κεφάλαιο Δ παρατίθεται η προστασία βάσεων δεδομένων στις ΗΠΑ. Υπό 1, παρουσιάζεται η προστασία βάσεων δεδομένων με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, με κεντρική τη γνωστή υπόθεση από το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο Feist v. Rural Telephone, του 1991, η οποία παρατίθεται σε λεπτομέρεια. Υπό 2, παρουσιάζεται η ιστορία της προστασίας βάσεων δεδομένων με την αδικοπραξία της αθέμιτης οικειοποίησης και τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Κεντρική ως προς τις νομικές αυτές βάσεις υπήρξε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, International News Service v. Associated Press, του 1918, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση στην οποία ένα πρακτορείο αναγκάστηκε, λόγω έλλειψης πρόσβασης στα νέα από τον πόλεμο στην Ευρώπη, να οικειοποιείται γεγονότα περιγραφόμενα σε ανταγωνιστικές εφημερίδες. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, όχι με πλειοψηφία, τη συμπεριφορά παράνομη και την απαγόρευσε, θεσπίζοντας τις κύριες προϋποθέσεις ενός αδικήματος αθέμιτης οικειοποίησης (misappropriation). Περαιτέρω ανάπτυξη του αδικήματος επήλθε με την περιγραφόμενη απόφαση, National Basketball Association v. Motorola, του 1997. Παρατίθενται, έτσι, με βάση τις δύο σημαντικότατες αυτές αποφάσεις, η νομική ρύθμιση του αδικήματος της αθέμιτης οικειοποίησης δεδομένων στις ΗΠΑ, η οποία δεν έχει τύχει ομοιόμορφης αποδοχής ή εφαρμογής, αλλά αποτελεί μια σταθερή βάση πιθανής θεμελίωσης σχετικών αγωγών.
Υπό 3 (σ. 152) εκτίθενται οι προτάσεις νόμων στις ΗΠΑ για ειδική ρύθμιση προστασίας βάσεων δεδομένων, καθώς η ευρωπαϊκή, Οδηγία καθόρισε ότι μόνο οι βάσεις δεδομένων που προέρχονται από κράτος το οποίο παρέχει ίση προστασία μπορεί επίσης να προστατευθούν, κατά τις διατάξεις της, και στην Ευρώπη. Έτσι, περιγράφονται κατά σειρά το νομοσχέδιο HR 3531, Database Investment and Intellectual Property Antipiracy Βill του 1996, το νομοσχέδιο HR 2652, The Collections of Information Antipiracy Act του 1997, το νομοσχέδιο HR354. Collections of Information Antipiracy Bill, 1999 και το αντι-νομοσχέδιο του, Hr 1858, Consumer and Investor Access to Information Act 1999, το νομοσχέδιο HR3261, Database and Collections of Information Misappropriation Act του 2004 και το αντι-νομοσχέδιό του, HR 3872, The Consumer Access to Information Act, 2004. Τα νομοσχέδια αυτά είναι εκτενή και παρουσιάζονται με λεπτομέρεια, καθώς οι διατάξεις τους είναι πολύ σημαντικές και ενδεικτικές μιας πολύχρονης και έντονης προσπάθειας των αμερικανικών ομάδων πίεσης, κυρίως από τον εκδοτικό χώρο, το Hollywood κλπ, να θεσπιστεί ισχυρότατη προστασία στις μη πρωτότυπες βάσεις δεδομένων. Εκτίθενται οι σοβαρότατες αντιδράσεις της αμερικανικής επιστημονικής κοινότητας, των βιβλιοθηκών και πάμπολλων άλλων οργανισμών, φορέων κλπ, οι οποίοι μέχρι σήμερα έχουν εμποδίσει έναν νόμο παρόμοιο με την Ευρωπαϊκή Οδηγία. Έτσι, ενώ οι υποστηρικτές της νέας νομοθεσίας επικαλέστηκαν και Εκθέσεις από ειδικούς οικονομολόγους (σ. 164), υπάρχει και παρουσιάζεται εκτενής ‘αντίθετη’ νομική βιβλιογραφία, όπως η ιδιαίτερα σοβαρή Γνωμοδότηση από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης (του Treanor, σ. 165επ), κατά την οποία οι διατάξεις των νομοσχεδίων προστασίας μη πρωτότυπων βάσεων δεδομένων με ειδικής φύσης δικαίωμα πάσχουν από συνταγματική άποψη, γιατί προσβάλλουν την ελευθερία της έκφρασης, του λόγου, της έρευνας, του δημοσίου κτήματος. Υπό 4, σ. 175, παρατίθεται ως ανακεφαλαίωση η νομική κατάσταση στις ΗΠΑ όσον αφορά στις βάσεις δεδομένων, όπου παρατίθενται με λεπτομέρεια οι αντιδράσεις της επιστημονικής κοινότητας, η υπάρχουσα νομική προστασία, οι θέσεις της Αμερικανικής Ένωσης για τις Ατομικές Ελευθερίες (American Civil Liberties Union), η δικαστική διαμάχη της Jurisline με τη Reed Elsevier που επιλύθηκε το 2000 (η Reed Elsevier είναι από τους κύριους μοχλούς πίεσης υπέρ της ειδικής προστασίας), η ανατροπή της ορθής θέσης της Matthew Bender & Company v. West Publishing Co (1997), οι θέσεις του Alan Sugarman, προέδρου της Hyperlaw.com, τα ζητήματα που ανακύπτουν από την υπερίσχυση των συμβατικών ρητρών χρήσης βάσης δεδομένων έναντι του copyright (με εκκίνηση την υπόθεση ProDC v. Zeidenberg), η δυνατότητα επίκλησης της αθέμιτης οικειοποίησης δεδομένων, οι θέσεις του αμερικανικού Υπουργείου Εμπορίου, οι θέσεις του William Hammack, προέδρου της Ένωσης Εκδοτών Οδηγών κατά την κατάθεσή του στην αμερικανική βουλή, λόγω των νομοσχεδίων και τέλος, η ισχύουσα σήμερα κατάσταση.
Στο Ε κεφάλαιο παρουσιάζεται η διεθνής προστασία των βάσεων δεδομένων, εκκινώντας από τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, τη Συμφωνία TRIPS, τη Συνθήκη της WIPO και το σχέδιο διεθνούς συνθήκης για την προστασία βάσεων δεδομένων. Τα νομοθετικά αυτά κείμενα περιγράφονται σε λεπτομέρεια, μαζί με την ιστορία τους όπου ήταν σχετική. Παρουσιάζεται η Ενημερωτική Συνάντηση για την πνευματική ιδιοκτησία σε βάσεις δεδομένων της WIPO του 1997, με τη συμμετοχή πολλών σημαντικών διεθνών οργανισμών και φορέων (EBLIDA, UNESCO, ABA, ICC κλπ). Αναλύεται η σειρά συνεδριάσεων, μελετών και υπομνημάτων της Διαρκούς Επιτροπής για την Πνευματική Ιδιοκτησία και τα Συγγενικά Δικαιώματα και ειδικά το υπόμνημα που κατέθεσε σε αυτήν η ευρωπαϊκή ένωση. Υπό 5 εκτίθενται οι προοπτικές για μια Διεθνή Συνθήκη για την προστασία μη πρωτότυπων βάσεων δεδομένων, οι οποίες (ευτυχώς) είναι προς το παρόν, ισχνές και συνοπτικά, η ισχύουσα κατάσταση για τις βάσεις δεδομένων στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και διεθνώς.
Το κεφάλαιο ΣΤ είναι αφιερωμένο στις προτάσεις για τη νομική προστασία βάσεων δεδομένων. Εκφράζεται η άποψη ότι οι απόψεις του κεφαλαίου αυτού θα είναι πολύ δύσκολο να μετατραπούν σε ισχύουσα νομοθεσία, γιατί για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αλλάξει η εσωτερική νομοθεσία και μάλιστα, αντίθετα προς την Ευρωπαϊκή Οδηγία. Το γεγονός αυτό όμως, εν όψει των σημαντικών δυσχερειών που ανέκυψαν με την εφαρμογή της Οδηγίας διεθνώς και ειδικά εν όψει των αντιδράσεων στις ΗΠΑ, δεν σημαίνει ότι πρέπει να πάψει η αναζήτηση της κατάλληλης νομικής αντιμετώπισης των σχετικών ζητημάτων. Είναι δεδομένο ότι η παρούσα νομοθεσία πάσχει από πολλές πλευρές, και μάλιστα, από συνταγματικής άποψης. Υπό 1 τίθενται οι βασικές αρχές μιας νέας ειδικής προστασίας μη πρωτότυπων βάσεων δεδομένων, με εκκίνηση την απαγόρευση της ολοκληρωτικής αντιγραφής και εκμετάλλευσης μιας ξένης, έστω μη πρωτότυπης, βάσης δεδομένων. Επειδή σε αυτές δεν υπάρχει δημιουργός, με την έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας, πιο πρόσφορη προστασία και πιο ορθή μπορεί να παρασχεθεί με ένα ειδικό αδίκημα, της απαγόρευσης της αθέμιτης οικειοποίησης μη πρωτότυπης βάσης δεδομένων, παρόμοιας σε φύση με την απαγόρευση του αθεμίτου ανταγωνισμού (ο οποίος, άλλωστε, εξ ίσου συνιστά αστικό αδίκημα). Οι συλλογές με ήδη προστατευόμενα έργα δεν εμπίπτουν στην εμβέλεια της προτεινόμενης προστασίας. Προτείνεται ο στενός ορισμός της βάσης δεδομένων, ως βάσης η οποία δημιουργήθηκε για τον συγκεκριμένο σκοπό της συγκέντρωσης ξεχωριστών μονάδων πληροφοριών έτσι ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση των ατόμων σε αυτές. Ο σκοπός, δηλαδή, αποκλείει να θεωρηθεί βάση δεδομένων το ο,τιδήποτε, με την έννοια π.χ. της βάσης δεδομένων της Fixtures Limited (υπόθεση του ΔΕΚ), όπου η βάση θα είχε ούτως ή άλλως κατασκευαστεί, με σκοπό την οργάνωση αγώνων ποδοσφαίρου και όχι με σκοπό την παροχή δυνατότητας πρόσβασης των ατόμων σε πληροφορίες, έναντι κάποιας π.χ. αμοιβής. Ο χρόνος προστασίας της βάσης περιορίζεται, κατά τις προτάσεις, προστασία στο διηνεκές σαφέστατα αποκλείεται. Κάθε χρήστης δικαιούται να γνωρίζει επακριβώς ποιο δεδομένα είναι ‘νέο’ στη βάση και πότε λήγει η προστασία του, ενώ το βάρος της απόδειξης εδώ πρέπει να φέρει ο κατασκευαστής. Η ρύθμιση θα περιλαμβάνει μια ευρεία απαλλαγή υπέρ της ιδιωτικής/δίκαιης χρήσης από κάθε ευθύνη, κατά τις ίδιες αρχές που αυτή επιτρέπεται με το παραδοσιακό δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι επιστήμονες δικαιούνται να μην εργάζονται κάτω από το φόβο μιας δικαστικής δίωξης για παράνομη χρήση μη πρωτότυπης βάσης δεδομένων. Πρέπει να υπενθυμίζεται σαφώς ότι η προστασία εδώ αφορά συλλογές πραγματικών γεγονότων, στοιχείων, αριθμών, κειμένων δικαστικών αποφάσεων, στοιχείων τελικά που γενικά ανήκουν στο δημόσιο κτήμα-σε όλους. Παράλληλα, παρατίθενται οι σύγχρονες αμφισβητήσεις γενικά του συστήματος της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς ευνοεί και θεσμοθετεί τη δημιουργία μονοπωλίων. Οι ρήτρες συμβατικής χρήσης βάσεων δεδομένων κατά τις προτάσεις πρέπει να ελέγχονται για την τυχόν καταπλεονεκτικότητά τους κατά τους νόμους προστασίας των καταναλωτών. Αναφέρεται η πιθανότητα να προστατεύονται με διαφορετικό τρόπο διαφορετικά είδη συλλογών πληροφοριών. Τέλος, υπό 2 εκτίθενται θέσεις για την προοπτική για μια νέα, παγκόσμια νομοθεσία σε συνάρτηση με το πρόβλημα των αναπτυσσόμενων χωρών. Τονίζονται οι σοβαρές ηθικές ευθύνες της ισχυρής Δύσης, η οποία, νομοθετώντας την ειδική ισχυρή προστασία μη πρωτότυπων βάσεων δεδομένων, αγνόησε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των αδυνάτων χωρών του τρίτου κόσμου, οι οποίες έχουν ελάχιστες δυνατότητες χρήσης νέων τεχνολογιών. Το θέμα εκτείνεται και στις ευρεσιτεχνίες σε σοβαρότατα αγαθά επιβίωσης για τις αναπτυσσόμενες αυτές χώρες, όπως στα φάρμακα για το AIDS.
Η μονογραφία περιλαμβάνει την ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία για τις μη πρωτότυπες βάσεις δεδομένων στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, το διεθνή χώρο, ενώ επεχείρησε να παρουσιάσει κριτικά όλες τις υποστηριζόμενες απόψεις και όλα τα (συχνά αντιτιθέμενα) συμφέροντα. Επίσης, εξέθεσε τους αληθινούς λόγους στήριξης νομοθεσίας, μαζί με τους αληθινούς φορείς οι οποίοι, σαν ομάδες διαρκούς πίεσης, πιέζουν αφόρητα σχεδόν στις ΗΠΑ για τη θεσμοθέτηση προστασίας ευρωπαϊκού τύπου και στις ΗΠΑ αλλά και διεθνώς. Τέλος, προς τις συγκεκριμένες προτάσεις της μονογραφίας υπάρχει συμφωνία με έναν μεγάλο αριθμό ερευνητών του σχετικού ζητήματος και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από τις οποιοσδήποτε πιθανότητες ανατροπής του παρόντος συστήματος, το οποίο βέβαια, ευνοεί ισχυρότατα και διεθνή οικονομικά συμφέροντα και μονοπώλια.

Άρθρα και μελέτες-συμμετοχές σε συλλογικά έργα, εκθέσεις κ.ά. / Articles, studies, reports e.tc.

A Different Kind of War: Internet Databases and Legal Protection or How the Intellectual Property Laws of the West Threaten the Developing Countries’ Information Commons, International Review of Information Ethics, Vol. 2, no. 11, διαθέσιμο στο http://www.i-r-i-e.net/inhalt/002/ijie_002_07_canellopoulou.pdf
Διαθέσιμο το αρχείο σε .pdf / Download .pdf file

Το άρθρο πραγματεύεται τη νομική προστασία ψηφιακών βάσεων δεδομένων ειδικά σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες και τον ρόλο της Δύσης. Υποστηρίζει ότι υπάρχει μια καινούργια μορφή πολέμου κατά των αναπτυσσόμενων αυτών χωρών από τις ισχυρότατες χώρες της Δύσης, ο οποίος έχει τη μορφή νόμων: τη θέσπιση νόμων διεθνούς εφαρμογής, προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας. Μετά την περιγραφή της φύσης και των ειδών βάσεων δεδομένων, των βασικών αρχών της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 96/9/ΕΚ για τη νομική προστασία βάσεων δεδομένων, της ευρωπαϊκής νομολογίας και ειδικά της εισήγησης της Stix-Hackl στο ευρωπαϊκό Δικαστήριο, των αμερικανικών νομοσχεδίων προστασίας βάσεων δεδομένων και του Σχεδίου Διεθνούς Συνθήκης, αναλύεται η θέση μέσα σε όλα αυτά των αναπτυσσόμενων κρατών του τρίτου κόσμου. Περιγράφονται οι τοποθετήσεις μερικών από αυτών (Κίνα, Ινδία κλπ), όπως αυτές εκφράστηκαν στα Υπομνήματα που κατέθεσαν στο Διεθνή Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) και τονίζεται πόσες ανησυχίες έχουν τα κράτη αυτά για τις πιθανές απειλές της ανάπτυξής τους από τους δυτικούς υπερπροστατευτικούς νόμους πνευματικής ιδιοκτησίας. Παρουσιάζονται πορίσματα από έρευνες (π.χ. της CIPR) που στηρίζουν τις ανησυχίες αυτές. Τίθεται περαιτέρω το ειδικό ερώτημα μήπως οι χώρες (κάθε χώρα) έχει το αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου των δεδομένων και πληροφοριών που αφορούν αυτή τη χώρα αποκλειστικά (τον ιδεατό δημόσιο χώρο της, ‘its own information commons’), κατά τρόπο ώστε ο τυχόν έλεγχος (μέσω δέσμευσης των δεδομένων/πληροφοριών κλπ με κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας) του χώρου αυτού από μια ξένη, ισχυρότερη (λογικά, δυτική) χώρα να είναι τελικά ανήθικος. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, παρατίθενται παραδείγματα επιχείρησης παρόμοιου ελέγχου στις υποθέσεις της αμερικανικής εταιρείας deCODE και της βάσης των γενετικών δεδομένων της Ισλανδίας. Με αναλογίες από του κανόνες του ιδιωτικού δικαίου που προστατεύουν τον ασθενή συμβαλλόμενο, υποστηρίζεται ότι παρόμοιοι κανόνες πρέπει να θεσπιστούν και στον διεθνή χώρο, στις σχέσεις μεταξύ κρατών, ώστε να μην καταργηθεί τελικά το δημόσιο κτήμα των αναπτυσσόμενων χωρών του τρίτου κόσμου.
Διαθέσιμο στο http://www.i-r-i-e.net/inhalt/002/ijie_002_07_canellopoulou.pdf
Information Ethics: the Case for a Statutory Code of Ethics for Language Professionals Supporting Court Proceedings, Tepis Publishing House, Warsaw, pp. 1-20, ISBN 83-84430-78-4
Διαθέσιμο το αρχείο σε .pdf / Download .pdf file

Ανάλυση ισχύουσας νομοθεσίας για την ποιότητα της διερμηνείας στα δικαστήρια, κωδίκων δεοντολογίας δικηγόρων και επαγγελματιών της πληροφορίας στα πλαίσια μιας δίκης (μεταφραστές/διερμηνείς), πρόταση θέσπισης ενός Κώδικα δεοντολογίας για τα επαγγέλματα αυτά μέσω νομοθετικών διατάξεων (και όχι μέσω αποφάσεων των επαγγελματικών οργανώσεων), παράθεση σχετικών παραδειγμάτων από συναφή επαγγέλματα, παράθεση πλεονεκτημάτων προτεινόμενης λύσης, πρόταση δημιουργίας Αρχής επιβλέψεως εφαρμογής των κανόνων αυτών, στα πλαίσια πλημμελούς διαχείρισης της πληροφορίας μέσα σε δίκες από τα αναφερόμενα επαγγέλματα, ένταξη κανόνων δεοντολογίας της διερμηνείας στο γενικότερο περιεχόμενο της δεοντολογίας της πληροφορίας, με κοινές βασικές αρχές διαχείρισης πληροφορίας (απόρρητο, υποχρέωση επιμελούς παροχής υπηρεσίας διαχείρισης πληροφορίας, απαγόρευση πρόκλησης ζημίας κ.λπ.).
Προτείνεται στη βιβλιογραφία για το μεταπτυχιακό μάθημα. του ΤΞΓΜΔ.
Wrongful Birth and Wrongful Life Actions, European Journal of Health Law, Vol. 11, no. 1, pp. 55-59
Διαθέσιμο το αρχείο σε .pdf / Download .pdf file

Παρουσίαση των γνωστών αστικών αγωγών για παροχή πλημμελούς γενετικής πληροφορίας ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο. Κρίση ότι οι αγωγές αυτές, με τη νομική βάση της πλημμελούς παροχής γενετικής πληροφορίας, στον βαθμό που καταλήγουν να παρέχουν αποζημιώσεις για το ίδιο το γεγονός της ζωής, ως βλάβη, δεν θα έπρεπε να επιτρέπονται νομικά, ειδικά σε συνδυασμό με τους σκοπούς της νομικής μεταχείρισης των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Το άρθρο επιλέχθηκε για τη διδακτέα ύλη του μαθήματος ‘Legal Regulation of Biomedicine” του Πανεπιστημίου Mruni της Λιθουανίας (Livius) από τους καθηγητές (Αssoc.Prof.) Jonas Juškevičius, και (Assoc. Prof.) Agnė Širinskienė, βλ. http://www.mruni.eu/en/courses/spring/law//
Book Review, Rosamund Scott, Rights, Duties and the Body, Hart Publishing, 2bki002, European Journal of Health Law, Vol. 11, pp. 123-125
Book Review, Rothblatt Martine, Your Life or Mine, Ashgate Publishing, European Journal of Health Law
Αρχή της σελίδας